- ντόκος
- (I)οείδος λευκού υφάσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. duck < ολλ. doec «ύφασμα»].————————(II)οβλ. ντοκ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντοκ — το, και ντόκος, ο το τμήμα εμπορικού λιμανιού που βρίσκεται ανάμεσα στο κεντρικό κρηπίδωμα και στις προβλήτες που αρχίζουν από αυτό και χρησιμοποιείται για τη φόρτωση και την εκφόρτωση τών πλοίων, η νηοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dock πιθ. < ολλ … Dictionary of Greek